- καλοψυχίζω
- καλοψυχίζω και καλοψυχάω καλοψύχισα και καλοψύχησα, κάνω κάποιον να ευχαριστηθεί: Με καλοψύχησες μ' αυτά που είπες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλοψυχίζω — και καλοψυχώ και άω (Μ καλοψυχίζω και καλοψυχώ) [καλόψυχος] νεοελλ. 1. εύχομαι σε κάποιον να παραδώσει καλή ψυχή 2. μνημονεύω με ευγνωμοσύνη κάποιον νεκρό για ευεργεσία που μού έκανε όταν ζούσε («τόν καλοψυχάω κάθε μέρα, γιατί σ αυτόν χρωστάω τη… … Dictionary of Greek